-
1 θωμίζω
θωμίζω, fut. ϑωμίξω, aor. p. ϑωμιχϑεἶς μάστιγι, Anacr. 66 a, mit der Peitsche gegeißelt; Phot. lex. erkl. τῷ κέντρῳ ἐρεϑίζειν, μαστίζειν. Rach Hesych. auch = binden, fesseln.
-
2 θωμιζω
-
3 θωμίζω
См. также в других словарях:
θωμίζω — και θωμίσσω (Α) [θώμιγξ] 1. μαστίζω, δέρνω («νῶτον μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «θωμίσσει νύσσει, δεσμεύει» … Dictionary of Greek